σφυρώ

σφυρώ
σφυράω см. σφυρίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σφυρώ" в других словарях:

  • σφυρώ — όω, Α [σφῡρα] 1. σφυρηλατώ 2. σκαλίζω με δικράνι …   Dictionary of Greek

  • σφυρῷ — σφυρόν ankle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρῶι — σφυρῷ , σφυρόν ankle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρίζω — και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν 1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω 2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου …   Dictionary of Greek

  • σφυρωτός — ή, όν, Α [σφυρῶ] σφυρηλατημένος, σφυροκοπημένος …   Dictionary of Greek

  • σφύρημα — τό, Α στον πληθ. σφυρήματα (κατά τον Ησύχ.) «τὰ σιδήρια, ὅτι οὐ χεῑται». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω] …   Dictionary of Greek

  • σφύρωσις — ώσεως, ἡ, Α 1. σφυρηλασία 2. (κατά τού Ησύχ.) «διάροσις». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῡρα + κατάλ. ωσις (< ρ. σε όω/ ῶ). Ο τ. είναι αρχαιότερος τού ρ. σφυρῶ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοσφύρητος — ον, Μ κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σφῦρα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σφυρῶ, έω «σφυρηλατώ» (πρβλ. και σφύρημα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»